- θνησείδιον
- θνησείδιον, τὸ (Α)(για ζώο) νεκρό σώμα, πτώμα ζώου, ψοφίμι.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θνη- τού θνῄσκω* + υποκορ. κατάλ. -είδιον (πρβλ. αμφορ-είδιον, βασιλ-είδιον, γραφ-είδιον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θνησείδιον — carcase of an animal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θνησειδίου — θνησείδιον carcase of an animal neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θνησειδίων — θνησείδιον carcase of an animal neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θνησείδια — θνησείδιον carcase of an animal neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θνασίδιον — θνασίδιον, τὸ (Α) επιγρ. (αιολ. τ. βλ. θνησείδιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Αιολ. τ. τού θνησείδιον*] … Dictionary of Greek